myrofores

Οί μυροφόρες !

Εν δε τώ μεταξύ, «τολμήσας ( ο Ιωσήφ από τήν Αριμαθέα, Εβραίος βουλευτής τού Συνεδρίου ) εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μᾶρκ. 15,43).

 

Μία ακατάσχετη δειλiα σε ότι αφορά το θρησκευτικό μας φρόνημα δέρνει σήμερα τoν Χριστιανικό κόσμο. Φοβόμαστε και τον ίσκιο μας !

Φοβόμαστε, ντρεπόμαστε, κρυβόμαστε, μή μάς ξεφύγει κανένας χριστιανικός λόγος και στοχασμός και αποκαλυφθούμε έτσι ότι είμαστε και...ολίγον τι χριστιανοί.

Μόνο όταν μάς πιάνει η τσιμπίδα τής αρρώστιας, βάλε εδώ σήμερα και τον κόβιντ - ξεκόβιντ, τότε θυμόμαστε τον Θεό ζητώντας να μάς ακούσει έστω και ένας μικρός Άγιος μιά και όπως είμαστε δέν έχουμε και υψηλές απαιτήσεις για έναν μεγάλο Άγιο να μάς σώσει...

Δυστυχώς αυτοί είμαστε καί εάν δεν μετανοήσουμε, στήν επόμενη πανδημία πού ετοιμάζεται όπως δείχνουν τα πράγματα να επιπέσει στην ανθρωπότητα " πάντες ομοίως απωλούμεθα..."

 «  ΟΡΘΟΔΟΞΟ  ΒΗΜΑ »

 

 

 

+ Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτη

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ τρίτη Κυρια­κὴ τοῦ Πάσχα, ἡ λεγομένη Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων.

Βρισκόμαστε στο 33 μχ. στὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τὸ ἑβραϊκὸ ρολόι χτυπάει ὥρα ἐνάτην, ποὺ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴ δική μας 3 τὸ ἀπόγευμα. «Γενο­μέ­νης δὲ ὥρας ἕκτης», λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «σκό­τος ἐγένετο ἐφ᾽ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Μᾶρκ. 15,33)· ἀπὸ τὶς 12 δηλαδὴ τὸ μεσημέ­ρι μέχρι τὶς 3 τὸ ἀπόγευμα ἔγινε σκοτάδι.

Ὁ ἥλιος σκοτίστηκε, ἡ γῆ σείστηκε, καὶ μέσα στὸ σκοτάδι καὶ τὸ σεισμὸ ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεανθρώπου, ποὺ κανένας θεολόγος δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ εἰσδύσῃ στὸ βαθύτερο νόημά της· «Ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί;» (Ματθ. 27,46). Ἔπειτα πρόσθεσε «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30)· καὶ μία ζωή, ἡ ὡραιότερη ποὺ ὑπῆρξε ἐπὶ τῆς γῆς, τελείωσε.

Νεκρὸς είναι τώρα ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρό. Σταμάτησε ἡ καρδιὰ ἐκείνη, ποὺ ἔπαλε ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ στὸν πλησίον.

Τί θὰ γίνῃ τώρα;

Ὅταν ἕνας κατάδικος εἶχε κάποιο συγγε­νῆ ἢ φίλο, ἔπαιρνε αὐτὸς τὸ νεκρὸ σῶμα του νὰ τὸ ἐνταφι­άσῃ. Ἀλλὰ οἱ κακοῦργοι κατάδικοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔμεναν ἐγκαταλελειμμένοι πάνω στοὺς σταυρούς· ὄρ­νεα ἔρχονταν κ᾽ ἔτρωγαν τὶς σάρκες τους, τὰ κόκκαλά τους ἔπεφταν στὴ γῆ καὶ γίνον­ταν βορὰ τῶν σκυλιῶν.

Τέτοια τύχη θὰ εἶχε τώρα καὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Οἱ ὧ­ρες περνοῦν, ὁ ἥλιος πάει νὰ δύσῃ, μὰ κανείς δὲν φαίνεται νὰ ἔλθῃ νὰ προσφέρῃ τὶς τελευ­ταῖες τιμές!

Ποῦ εἶνε τὰ πλήθη τῶν ἀκροα­τῶν, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔθρεψε στὴν ἔρημο; Ποῦ εἶνε οἱ μαθηταί του, ὁ Πέτρος ποὺ ἔλεγε ὅτι θὰ τὸν ἀκολουθήσῃ μέχρι θανάτου;…
Ἀλλὰ νά, κάποιος ἀνεβαίνει στὸ Γολγοθᾶ· τὸ εὐαγγέλιο δίνει τὴν ταυτότητά του. Δὲν εἶ­νε μαθητής, οὔτε Απόστολος, οὔτε ἀπὸ ἐ­κείνους ἔφαγαν καὶ χόρτασαν στὴν ἔρημο.

Εἶ­νε ὁ Ἰωσὴφ ἀπ᾽ τὴν Ἀριμαθαία, κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ· ἄνθρωπος ἐπίσημος, ἕνας ἀπὸ τὰ 70 μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου ποὺ κατεδίκασε σὲ θάνατο τὸν Ἰησοῦ – διαφωνοῦν­τος ἐννοεῖται αὐτοῦ. Τί προηγήθηκε ἆραγε;

Αὐτός, ἐνῷ ὣς τώρα κρυβόταν, λούφα­ζε κα­τὰ τὴν κοινὴ ἔκφρασι, τώρα ποὺ εἶδε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ σεισμό, ἡ εὐγενὴς καρδιά του νιώθει αἰσθήματα δυνατὰ καὶ λέει· Μπροστὰ στὸ Χριστὸ δὲν ἀξίζουν τὰ ἀξιώματα, τὰ θυσι­άζω ὅ­λα στὴν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου – πῶς ὁ σταυρὸς θαυματουργεῖ ἤδη καὶ ἄλλαξε τὴν καρδιά του!

Μὲ θάρρος ὁ Ἰωσὴφ ἀνεβαίνει τὰ σκαλοπάτια τοῦ πραιτωρίου. Χρειαζόταν τόλμη.

Ὁ Πιλᾶτος ἦταν σκληρὸς ῾Ρωμαῖος, ἐκπρό­σω­πος τυραννικοῦ πνεύματος ποὺ ἀποτυπώνεται καὶ σ᾽ ἐκείνη τὴν ἀπάντησί του «Ὃ γέγρα­φα γέγραφα» (Ἰω. 19,22) ! ἔτσι μιλᾶνε οἱ δικτάτορες. Ὁ Ἰωσὴφ λοιπὸν τολμᾷ καὶ ἐμφανίζεται μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο καὶ τοῦ ὑποβάλλει μὲ εὐγένεια τὸ αἴτημα·

--- Μία χάρι σοῦ ζητῶ, νὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ ἐνταφιάσω τὸν νεκρό, τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο.

-–Μπᾶ, ἀπορεῖ ἡ ἡγεμών, πέθανε κιόλας; (βλ. Μᾶρκ. 15,44-45).

Οἱ ἄλλοι κατάδικοι, μὲ τὴ σκληρὴ ἰδιοσυγκρασία τους, ἄντεχαν καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς μέρες. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς, ἡ λεπτὴ καρδία, ποὺ ὑπέφερε τόσα –βαρύτεροι ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς πόνους του ἦταν οἱ ψυ­χικοί–, ἐξαντλημένος, παρέδωσε μέσα σ᾽ ἕ­να τρίωρο ἑκουσίως τὴν Αγία Του ψυχὴ στὸν οὐ­ράνιο Πατέρα. Ὁ Πιλᾶτος, ἀφοῦ βεβαιώνε­ται ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο καὶ νιώθοντας ἕνα αἴ­σθημα μεταμελείας στὴν ψυχή του, δωρίζει τὸ σῶμα καὶ τὴν ἄδεια ταφῆς στὸν Ἰωσήφ...

 

+++++++++++++++++++++++++

 


Φτερωτὸς ὁ Ἰωσήφ, ἔχοντας βοηθὸ καὶ τὸ Νικόδημο, τὸν ἄλλο εὐγενῆ νυκτερινὸ μαθη­τὴ τοῦ Κυρίου, καὶ ἐνῷ ὁ ἥλιος πορφύρωνε μὲ τὶς τελευταῖες του πιὰ ἀκτῖνες τὴ γῆ, πλησιάζει τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ. Τί στιγμή!

Εὐλογημένα τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ ἄγγιξαν τὸ ἀκήρα­το σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, τὸ κατέβασαν ἀ­πὸ τὸ σταυρό, τὸ τύλιξαν σὲ καθαρὴ σιν­δόνα μὲ τὴ βοήθεια τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου καὶ μὲ ἀρώματα καὶ μύρα τὸ ἀπέθεσαν στὸ καινούργιο πέτρινο λαξευτὸ μνημεῖο. Τέλος ὁ Ἰωσὴφ σφραγίζει τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου μὲ μεγάλη λίθινη πλάκα.

* * *

Ἡ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀφοῦ μνημόνευσε σήμερα τὸ ἀνδραγάθημα τοῦ Ἰωσήφ, κλείνει μὲ τὴν ἐμ­φάνισι τοῦ ἀναστημένου Κυρίου στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή. Ὁ Χριστὸς ὅπως κατὰ τὴ γέννησί του πρώτους προσκυνητὰς δέχθηκε τοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι κατὰ τὴν ἀνάστασί του τὸ πρῶ­το «Χρι­στὸς ἀνέστη» –ἔ­χει σημασία αὐτό, ὅ­πως ὅλα στὸ Εὐαγγέλιο– δὲν θέλησε νὰ τὸ ἀ­κούσουν ἄντρες, κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀπο­στόλους, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἀγγέλου νὰ τ᾽ ἀκούσῃ γυναίκα. Καὶ εἶνε αὐτὸ μεγάλη τιμὴ καὶ καύχημα τοῦ γυναικείου κόσμου.

Δι­ότι οἱ γυναῖ­κες ἦ­ταν αὐτὲς ποὺ ἀποχώρησαν τελευ­ταῖες ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ οἱ γυναῖκες πάλι αὐ­τὲς ποὺ πῆ­γαν πρῶτες στὸ μνημεῖο τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ὕμνος τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ποὺ δὲν λυπήθηκαν χρήματα γιὰ τὰ ἀρώματα, δὲν ὑπολόγισαν τοὺς στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου, δὲν σκέφτηκαν τὰ σκοτάδια τῆς νύχτας, δὲν φοβή­θησαν τίποτε, ἀλλὰ ἀτρόμητες πῆγαν στὸν τάφο, γιὰ νὰ ἀ­λείψουν τὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἐπίσης ὕμνος τοῦ Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος βγῆκε ἀπ᾽ τὸ καβού­κι τῆς δειλίας του καὶ ἔδωσε τὸ παρὼν στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔμπρακτη ὁμολογία ἀγάπης καὶ πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Μ᾽ ἕνα λόγο τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ὕ­μνος μιᾶς σπανίας – σπανιωτάτης ἀρετῆς, ἡ ὁποία γίνεται ἀκόμη σπανιώτερη σὲ ἐποχὲς διωγμοῦ, ἐποχὲς σκληρές, κατὰ τὶς ὁποῖες πέ­φτει φόβος, τὰ στόματα φράσσονται καὶ οἱ ἄν­θρωποι δυσκολεύονται νὰ ἐκφράσουν ἐλεύθερα τὰ ὑψηλὰ καὶ εὐγενῆ αἰσθήματά τους. Εἶνε, λέω, ὕμνος τῆς ἀρετῆς ποὺ σπανίζει στὰ χρόνια μας· καὶ ἡ ἀρετὴ αὐτὴ ὀνομάζεται ἀνδρεία.

Οἱ ἥρωες τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν ἦταν λαγοί, ὅπως φάνηκαν οἱ μαθηταί, ποὺ κρύφτηκαν στοὺς θάμνους τῆς δειλίας τους, ἀλλὰ μὲ καρδιὰ λέοντος, μέσα στὴ νύχτα καὶ ἐνῷ κινδύνευε ἡ ζωή τους, τὰ πλούτη τους, τὰ ἀξιώματά τους, βάδισαν πρὸς τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὸ χρέος στὸν Θεάνθρωπο Λυτρωτή.

Ἀνδρεῖοι λοιπόν! αὐτὸ εἶνε τὸ δίδαγμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸν Ἰωσήφ, τὸ Νικόδημο καὶ τὶς ἅγιες γυναῖ­κες, νὰ φανοῦμε γενναῖοι στὸν κόσμο αὐτόν.

Οἱ χριστιανικὲς κοινωνίες δύσεως καὶ ἀνατολῆς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σήμερα δὲν ἔχουν νὰ παρουσιάσουν ἡρωικὰ παραδείγματα κληρικῶν, μοναχῶν, λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναι­κῶν. Ὁ χριστιανικὸς κόσμος δυσ­τυχῶς ψυχορραγεῖ. Μιὰ δειλία ἀπαραδειγμάτιστη δέρνει τοὺς λεγομένους χριστιανούς. Εἶνε δειλοί, φοβιτσιάρηδες.

Θέλετε παραδείγματα;

Δὲν σοῦ ἀναθέτω μιὰ δύσ­κολη ἀποστολή, νὰ σηκωθῇς νύχτα, νὰ διασχί­σῃς μέρη ἐπικίνδυνα, δάση ὅπου κρύβον­ται λῃσταί· δὲν σοῦ λέω νὰ κάνῃς κατορθώματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀ­παιτεῖται μεγάλη αὐταπάρνησι καὶ ἡρωισμός. Δὲν σοῦ λέω νὰ σηκώσῃς βουνά· Αλλὰ, καλά οὔτε ἕνα χαλικάκι δὲν ἀποφασίζεις νὰ σηκώσῃς;

Τὸν βλέπεις· ἂν τὸν καλέσουν σὲ τραπέζι ἐπισήμων, ὅπου καγχάζουν καὶ εἰρωνεύον­ται τὴν πίστι μας, δὲν κάνει τὸ σταυρό του.

Ταξιδεύει μὲ τραῖνο ἢ ἀεροπλάνο, καὶ ἐνῷ νιώθει τὸν κίνδυνο καὶ μέσα του προσεύχεται, μιὰ φωνὴ τοῦ λέει νὰ μὴν τὸ δείξῃ.

Περνάει ἀπὸ ἐκκλησία ἢ ἐ­ξωκκλήσι κι ἀντὶ νὰ χαιρετίσῃ ἄφοβα, αὐτὸς κοιτάζει δεξιὰ κι ἀριστερά φοβισμένος μὴ τὸν δοῦν.
Τὸν βλέπεις· μπροστὰ σὲ ἄλλους δὲν πιάνει καὶ δὲν ἀνοίγει τὸ Εὐαγγέλιο.
Γνωρίζω ἕναν ἐπιστήμονα, ποὺ λέει· Θέλω νὰ πάω στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἂν μὲ δοῦν οἱ συνάδελφοί μου θὰ ποῦν· Βρὲ τὸν καλόγερο, βρὲ τὸν παπᾶ!…

Σὲ μύριες περιπτώσεις παρουσιάζεται αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς δειλίας.

Οἱ νεοφώτιστοι ὅμως τσιγγάνοι τῆς Φλώρινας, ὅταν ἀποφάσισαν νὰ βαπτισθοῦν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ἀντιμετώπισαν μὲ γενναιότητα τὴν κατακραυγὴ τῶν ἄλ­λων ἀθιγγάνων.

Ὁ δειλὸς εἶνε ἀνάξιος νὰ λέγεται Χριστιανός, παιδὶ τοῦ Ναζωραίου, τοῦ πρωτομάρτυρος τῆς ἀληθείας ὁ ὁποῖος μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο βροντοφώναξε· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλή­λυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 18,37).
Νὰ εἴμαστε γενναῖοι. Ἐὰν μᾶς νικᾷ ἡ δειλία, εἴμαστε ἀνάξιοι ἀδελφοὶ τῶν μυροφόρων, τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου.
Γενναῖοι, ψηλὰ τὸ φρόνημα μέσα στὴν κοινωνία καὶ μέσα στὴν πατρίδα μας! Αὐτὸ μᾶς φωνάζουν οἱ τάφοι τῶν προγόνων μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος