Kantiotis


+ Επίσκοπος  Αυγουστίνος Καντιώτης

 

 

Ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς εἶνε ἀνυπολόγιστη…

Αγαπητοί μου, θὰ σᾶς μιλήσω και πάλι σήμερα όσο μπορώ πιο απλά.

Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶ­χαν τὰ μέσα καὶ τὶς εὐκολίες ποὺ ἔχουμε σήμερα ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὸν αἰῶνα ποὺ λέγεται τεχνολογικός. Δέν εἶ­χαν π.χ. ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα αλλά με τὰ δᾳδιὰ τῶν πρωτογόνων φωτίζον­ταν τὴ νύχτα μὲ λυχνάρια καὶ κεριά. Δέν εἶχαν ψυγεῖα, γιὰ νὰ συντηροῦν τὶς τροφές, ἀλλὰ φρόντιζαν νὰ τὶς κρατοῦν σὲ μέρη δροσερά.

Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια δὲν εἶχαν τὰ σημερινὰ ταχύτατα μέσα συγκοινωνί­ας (αὐ­το­κίνητα, ἀτμόπλοια, σιδηροδρόμους, ἀεροπλά­να κ.λπ.)· ἐ­κτὸς ἀπὸ τὰ πόδια τους καὶ τὰ γαϊδουρά­κια, μετακινοῦνταν μὲ κάρρα καὶ ἅμαξες ποὺ ἔσερναν ἄλογα, καὶ στὴ θάλασσα μὲ βάρκες καὶ ἱστιοφόρα πλοῖα. Η ἐπικοινωνία γινόταν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἢ μὲ γράμματα ποὺ μετέφεραν ταχυδρό­μοι.

Η ἐνημέρωσι τοῦ κοινοῦ γινόταν μὲ ἀναρτήσεις σὲ πίνακες ἀ­νακοινώσεων καὶ μὲ ντελάληδες ποὺ διαλαλοῦσαν μηνύματα ἢ διαταγές. Δὲν εἶ­χαν τότε οὔτε τηλέφωνα, οὔ­τε ῥαδιόφωνα καὶ τη­λεοράσεις γιὰ ν᾽ ἀκοῦνε καὶ νὰ μαθαίνουν τὰ νέα τοῦ κόσμου· τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Ἦταν φτω­­χοί, ῥακένδυτοι, πεινασμένοι· κατοικοῦσαν σὲ ταπεινὰ σπιτάκια καὶ σὲ καλύβες ἀπέριττες.
Παρ᾽ ὅλα ὅμως αὐ­τὰ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πρὶν ἀπὸ 200 – 300 χρόνια, εἶχαν ἕ­να μεγαλεῖο· μεγαλεῖο ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε ἐ­μεῖς σήμερα...


++++++++++++++++++++++++

 

Ποιό ἦταν τὸ μεγαλεῖο ­τους· πίστευαν, πίστευαν βαθειὰ στὸ Θεό, καὶ γι᾽ αὐ­τὸ ποὺ πίστευαν δάκρυζαν. Ἔμπαιναν στὴν ἐκ­κλησία κι ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια κατανύσσον­ταν, γονάτιζαν, ἔκλαιγαν.

(Συγγνώμη. Εἴδατε σήμερα καν­έναν ἀπὸ μᾶς νὰ κλάψει; Ἐκεῖνοι ἔκλαιγαν, ὅ­πως τώρα κλαῖ­νε στὴ ῾Ρωσία, στὴν πρώην ἄ­θεη χώρα· ὅταν βγαίνουν τὰ ἅγια οἱ ῾Ρῶσοι συγκινοῦν­ται. Ἐ­μεῖς; ὁ ἕνας κοιτάζει τὸ ῥολόι του, ὁ ἄλ­λος χα­ζεύει, ὁ ἄλλος κουβεντιάζει… Ἐπανέρχομαι.)

Οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι πίστευαν στὸ Θεό. Τί πίστευαν; Ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀφέν­της ὅλων, ποὺ ἔφτιαξε τὸν κόσμο· πίστευαν, ὅτι ὁ ἄν­θρωπος ἔχει μεγάλο προορισμό, ἔχει ψυχὴ ἀ­θάνατη· πίστευαν, ὅτι θὰ γίνῃ κρίσις παγκόσμια καὶ θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὰ ἔργα μας· πίστευαν ὅτι ὑπάρχει Παράδεισος καὶ ακόμη χειρότερο Κό­­λασι.

Καί, σύμφωνα μὲ τὴν ἁγνὴ πίστι τους, ἄ­στραφτε καὶ ἡ ζωή τους. Ψέματα δὲν ἔλεγαν, σὲ δικαστήρια δὲν πήγαιναν, χέρι δὲν ἔβαζαν ἐ­πάνω στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστοῦν, εἶ­χαν ἀ­γάπη μεταξύ τους, στὶς οἰκογένειες τὰ ἀν­τρό­γυνα εἶχαν πιστότητα, δὲν ἀπατοῦ­σε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, πορνεία καὶ μοιχεία δὲν ἀκουγόταν. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο· ἐπὶ τριακόσα χρόνια δὲν ὑπῆρχε διαζύγιο, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθράφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυ­νο.

Προσεύχονταν, νήστευαν, ζοῦσαν σὰν ἄγγελοι.

Ἑόρταζαν καὶ τιμοῦ­σαν τὶς ἅγιες ἡ­μέρες. Κι ὅταν ἀντάμωναν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλ­ο σὲ ἑ­ορτές, δὲν ἔλεγαν «χρό­νια πολλά» –τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ χρόνια τὰ πολλὰ μέσα στὴν ἁ­μαρτία καὶ στὴ ῥαθυμία;–, ἀλλὰ τί ἔλεγαν· «καλὴ ψυχή», «καλὸν Παράδεισο»! Τ᾽ ἀκοῦτε ποτὲ σή­μερα αὐτά; Σβήσανε πλέον…

Ἐκεῖνοι πίστευαν. Τώρα οἱ σημερινοί, οἱ ἄν­θρωποι τοῦ αἰῶνος μας, παρ᾽ ὅλα τὰ μέσα καὶ τὶς εὐκολίες ποὺ ἔχουν, δὲν πιστεύουν. Ἡ ἀ­πιστία πῆρε μεγάλες διαστάσεις. Ζήτημα σήμερα μέσα στοὺς ἑκατὸ νὰ πιστεύῃ ἕνας μὲ τὴν καρδιά του.

Καὶ ποιά ἡ αἰτία; ἀπὸ ποῦ ἄρ­χισε ἡ ἀπιστία; «Τὸ ψάρι», λέει ἡ παροιμία, «βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι»· καὶ ἡ κοινωνία βρώμισε ἀπὸ τοὺς μεγάλους. Τὸ κακὸ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς «γραμματισμένους», ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πᾶνε στὰ πανεπιστήμια καὶ μαθαίνουν λίγα κολλυβογράμ­ματα –ὄχι γράμματα–, καὶ φουσκώνουν σὰν τοὺς γάλλους καὶ γίνονται ἀερόστα­τα ἀ­πὸ ἐγωισμὸ καὶ ὑπερηφάνεια· αὐτοὶ δίδαξαν στὸ λαό μας τὴν ἀπιστία καὶ ἀθεΐα.

Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Ἐδῶ κοντὰ σ᾽ ἕνα χωριὸ ζοῦσε μιὰ γριά· ἦταν ἐνενήντα χρονῶν, ἄρρωστη στὸ κρεβάτι καὶ πλησίαζε νὰ πεθάνῃ. Ὁ κα­λὸς παπᾶς πῆγε νὰ τὴ δῇ.

–Γερόντισσα, τί κάνεις;

–Νά, πεθαίνω.

–Ἑτοιμάστη­κες γιὰ τὸ ταξίδι; θέλεις νὰ Εξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου, νὰ μεταλάβῃς; (εἶχε χρόνια νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ νὰ κοινωνήσῃ). Κ᾽ ἐκείνη; Γέλασε ἡ γριά.

–Ἄ, παπᾶ, εἶπε, κάποτε τὰ πίστευα κ᾽ ἐγὼ αὐτά, τώρα πιὰ ὄχι.

–Γιατί, γιαγιά;

–Ἔχω ἕναν ἐγγονὸ ποὺ πάει στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης, σπουδάζει γιατρός, κι αὐτὸς μοῦ εἶπε· Γιαγιά, αὐτά, ὅ­τι ὑπάρχει Θεός, ἄγγελοι, Πανα­γιά, ἄλλη ζωή, εἶνε ψέματα… Καὶ ἡ γριὰ ἄκουσε τὸν ἐγγονό της…

Ψέματα λοιπὸν εἶνε; Ὄχι δὲν εἶνε ψέματα. Ἡ πίστι μας εἶνε ἀληθινή. Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τὶς ἀλήθειες, τὰ μυστήρια, τὰ θαύμα­τα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἶνε ζωντανὴ – ὁ­­λο­ζώντανη πίστι, ποὺ δὲν μποροῦν ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως νὰ τὴν ξερριζώσουν ἀπὸ τὶς καρδιές.

Καὶ ἂν ὁ φοιτητὴς εἶπε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός ( πού έψαξε και το βρήκε;), μεγάλοι σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες πιστεύουν καὶ ὁμολογοῦν καὶ λατρεύουν τὸ Χριστό, καὶ λένε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ­ταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

Ἔχουμε ἀποδείξεις, ποὺ καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει. Ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς τὰ ἄστρα τ᾽ οὐ­ρανοῦ, θὰ μπορέσῃς νὰ μετρήσῃς τὶς ἀ­ποδείξεις καὶ τὰ θαύματα τῆς πίστεώς μας.
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ποιό εἶνε; Πιστεύουμε – γιατί πιστεύουμε; Πιστεύουμε, δι­ότι τὰ διδάγματα τῆς πίστεώς μας τὰ εἶπε ἕ­νας ποὺ ποτέ δὲν εἶπε ψέμα, ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀλήθεια, ποὺ περνοῦν οἱ αἰῶνες καὶ ὅ­σα εἶπε βγῆκαν – βγαίνουν – καὶ θὰ βγοῦν μέχρι τέλους ἀληθινά.

Τὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Κι ὁ οὐ­ρανὸς ν᾽ ἀλλάξῃ, καὶ τὰ ποτάμια νὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ δέντρα νὰ μαραθοῦν, καὶ τὰ πάν­τα νὰ γίνουν ἄνω – κάτω, τὰ λόγια του θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἰσχύουν. Ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ μιὰ μέρα, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ θὰ μένουν αἰώνια (βλ. Ματθ. 24,35). Τὸ εἶπε ὁ Χριστός; αὐτὸ φτάνει γιὰ μᾶς· ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλ­λη βεβαίωσι. Μπροστὰ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὅλα τὰ θεωρούμενα μεγάλα πρόσωπα εἶνε μηδέν, πελώρια μηδενικά.

* * *

Τὸ εἶπε ὁ Χριστός. Τί εἶπε; Νά, σήμερα στὸ εὐαγγέλιο μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε ἕνα λόγο ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὸν ζυγίσουμε. Τ᾽ ἀκούσαμε. Τὸ προσέξαμε ἆραγε; Εἶπε· «Τί ὠ­φελήσει ἄν­θρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζη­μιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Ὁμιλεῖ περὶ ψυχῆς· λέει, ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ ποὺ εἶνε ἀθάνατη καὶ αἰώνια.

Μὲ ἁπλᾶ λόγια. Ὑποθέστε, ὅτι ὑπάρχει ἕ­νας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἄφθονα πλούτη, ὅτι ἔχει χρῆμα σὲ ὅ­λα τὰ νομίσματα (λίρες, ῥούβλια, δολλάρια, μάρκα)· ὑποθέστε ὅτι αὐτὸς κατέχει ὅλο τὸ χρυσάφι, ὅτι ἔχει συγκεντρώσει στὰ χέρια του ὅλα τὰ διαμάν­τια καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους, ὅτι ἔχει ὅ­λους τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς· ὑποθέστε ὅτι αὐτὸς ἐξουσιάζει ὅλο τὸν πλανήτη μας, ὅτι κατέκτησε καὶ ὑπέταξε ὅλη τὴν οἰκουμένη· ὑποθέστε ὅτι εἶνε σὰν τὸ μέγα Ἀλέξανδρο, σὰν τὸ Σολο­μῶντα, σὰν τὸν Κροῖσο ἢ ἄλλους πλουσίους. Ὑποθέστε δηλαδὴ ὅτι αὐτὸς τὰ ἔχει ὅλα, ἀλ­λά…· ἔχασε ὅμως τὴν ψυχή του!

Τί λέτε, ἂν δώσῃ ὅλα αὐτὰ ποὺ κατέχει, μπορεῖ νὰ κερδίσῃ τὴν ψυχή του; Ὄχι! ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Δὲν ὑ­πάρχει «ἀν­τάλλαγμα τῆς ψυ­χῆς» (ἔ.ἀ. 8,36-37)· τόσο μεγάλη εἶνε ἡ ἀξία της. Ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς εἶνε ἀνυπολόγιστη.

Αὐτὰ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, διδάσκει τὸ εὐ­­­αγγέλιο. Γι᾽ αὐτὸ ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε. Καὶ κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας, μὴν ἀκοῦτε κάτι ἡμιμαθεῖς ποὺ μιλᾶνε σὰν ἄθεοι. Ξέρετε ὅτι δυσ­τυ­χῶς στὴν Ἑλλάδα ἡ παιδεία ἔχει ὑποβα­θμισθῆ ἀρκετά, ξέφτισε πιά.

Τὰ ξένα πανεπιστήμια, τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, δὲν δέχονται τὰ χαρτιά μας. Δὲν μελετοῦν τὰ παιδιά, δὲν σπουδάζουν, δὲν κατέχουν τὴν ἀληθι­νὴ ἐπιστήμη, ἔχουν ἄλλα ἐνδιαφέροντα· εἶ­νε μιὰ κατάρα αὐτή. Μὴν παρασύρεστε λοιπόν.

Νὰ πιστεύετε, ὅπως οἱ πατέρες μας, ὅπως οἱ γενεὲς γενεῶν τῶν προγόνων μας. Καὶ ἂν συμβῇ μέσ᾽ στὸ σπίτι νὰ μὴν πιστεύῃ ὁ ἄν­τρας σου ἢ τὰ παιδιά σου, ἐσὺ νὰ πιστεύῃς. Καὶ ἂν μέσ᾽ στὸ χωριὸ ἔρθῃ ὥρα κατηραμένη, ποὺ νὰ μὴν πιστεύουν ὅλοι καὶ μείνῃς ἕνας, τότε καὶ ἕνας, ἕνας ἂν μείνῃς, μὴ φοβᾶσαι.

Δὲν θὰ νικήσουν οἱ πολλοί, θὰ νικήσῃ ὁ Ἕνας, ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ ἂν ἀκόμα στὸ ντουνιᾶ ὁλόκληρο γονατίσουν ὅλοι καὶ πιστέψουν στὸν διάβολο καὶ προσ­κυνήσουν τὸν ἑωσφόρο, ἕνας νὰ μείνῃς στὸν πλανήτη, ἐσὺ νὰ ἐξακολουθῇς νὰ πιστεύῃς.
Ἡ πίστις θὰ νική­σῃ, ἡ πίστις θὰ κυριαρχή­σῃ. Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος