zakxe2

Τοῦ γεννή­θηκε λοιπὸν η περι­έρ­γεια, θέλει νὰ τὸν δῇ ποιός εἶναι. Ἐπειδὴ ὅμως ήταν κοντὸς τρέχει πιὸ μπροστά, σκαρφαλώνει σὰν τὸ γατὶ σ᾽ ἕνα δέντρο, κι ἀ­πὸ ᾽κεῖ περιμένει νὰ τὸν δῇ. Φτάνοντας ἐκεῖ ὁ Χριστὸς σηκώνει τὰ μάτια του, τὸν βλέπει ( κρυμμένο μέσα στις φυλωσιές πάνω στο δένδρο ) καὶ τοῦ φωνάζει·

---«Ζακχαῖε…».

Τά ᾽χασε αὐτός.

-–Ποῦ μὲ ξέρει; σκέπτεται.

-–Σὲ γνωρίζει ὁ Χριστός! (ἀκούει μέσα του μιὰ φωνή), ἐ­κεῖνος ὅλα τὰ γνωρίζει...

--- «Ζακχαῖε», τοῦ λέει, κατέβα γρήγο­ρα κάτω· σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου !

-–Στὸ σπίτι μου; συλλογίζεται, σ᾽ ἐ­μένα τὸν κλέ­φτη, τὸν ἁμαρτωλό; μὰ δὲν εἶ­μαι ἄξιος γι᾽ αὐτό,

(να, ἡ συναίσθηση της αμαρτωλότητος ). Καὶ φτάνουν μαζὶ στὸ σπίτι του...

Ὅλοι οί άλλοι ὅμως σκέπτονται μέσα τους διαφορετικά·

«Μπᾶ, σπίτι ποὺ διάλεξε νὰ πάει ! Δὲν ἔχουμε ἐδῶ πα­πᾶδες καὶ τόσους ἄλλους; στὸν λωποδύτη,

στὸν κλέφτη, στὸν ἀπατεῶνα ἦρθε;…»





…Αγαπητοί ἀδελφοί, θα μιλήσω για λίγο ἁπλᾶ καὶ παραβολικά. Εἶνε χειμώνας, έξω πέφτει χιόνι, τὰ βουνὰ ἀ­σπρίζουν. Ἐκεῖ οἱ λύκοι, ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν τροφή, κατεβαίνουν κάτω· καὶ ἀλ­λοίμονο ἂν βροῦν κανένα πρόβατο ἔξω ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ ἢ κανένα μαντρὶ χωρὶς σκυλιὰ καὶ τσοπᾶνο νὰ τὸ φυλάῃ. Καταλάβατε τί θέλω νὰ πῶ;
Ποιό εἶνε τὸ μαντρί; Ἡ Ἐκκλησία! Πρόβατα; Εἶστε σεῖς, ὅσοι ἐκκλησιάζεστε, μετέχετε στὴ θεία λειτουργία, ἐξομολογεῖ­σθε, κοινωνεῖτε, μελετᾶτε τὴν ἁγία Γραφή, προσεύχεστε.

Καὶ τσοπᾶνος ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ κατὰ δεύτερο λόγο εἶνε ὁ ἐ­πίσκοπος καὶ ὁ ἱερεύς· καὶ ἀλλοίμονο στὸν παπᾶ ποὺ θ᾽ ἀφήσῃ τοὺς Χριστιανούς του ἀφύ­λαχτους. Καὶ λύκοι, ποὺ θέλουν νὰ κατασπα­ράξουν τὰ πρόβατα, ποιοί εἶνε; Εἶνε οἱ ἄθεοι, οἱ ἄπιστοι, οἱ αἱρετικοί (π.χ. οἱ Ιεχωβῖτες).
Λύκοι ὅμως εἶνε καὶ ἄνθρωποι ἄτιμοι, ποὺ κατα­πατοῦν ἀναίσχυντα τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Λύ­κος εἶνε ὁ κλέφτης ποὺ ἁρπάζει ξένα πρά­γμα­τα.

Ἄλλος λύκος χειρότερος εἶνε ὁ μοιχός, αὐτὸς ποὺ κλέβει κάτι πιὸ ἀκριβό τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ ἄντρας εἶν­ε μακριὰ καὶ δουλεύει γιὰ τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του, αὐτὸς ὁ ἄ­τιμος, μπαί­νει νύχτα στὸ ξένο σπίτι καὶ κλέβει τὴν τιμὴ τῆς γυναίκας ἢ τῆς κόρης. Κλοπὴ εἶ­νε κι αὐ­τή, λύκος εἶνε κι αὐτός ( μη κρυβόμαστε…).

Προτιμότερο ἕνας λύ­κος νὰ φάῃ πρόβατα καὶ γίδια, πα­ρὰ τέτοια καθάρματα νὰ ξεγελάσουν τὸ κορίτ­σι τοῦ ἑ­νὸς καὶ την γυναίκα τοῦ ἄλλου. Κλαίει ἡ ψυχή μου· κάθε μέ­ρα ἔρχονται στὴ Μητρόπολη γονεῖς ποὺ κλαῖ­νε γιὰ τὰ κορίτσια τους, καὶ ἄν­­δρες ποὺ κλαῖ­νε γιὰ τὶς γυναῖκες τους. Αὐ­τοὺς ἔ­πρεπε ἡ πολι­τεία νὰ τοὺς στέλ­νῃ ἐξορία· αὐ­τοὶ καὶ ὄχι ἄλ­λοι ἔ­πρεπε νὰ πᾶνε στὴ Μακρόνησο, στὸ ξε­ρο­νήσι. Λύκος ἀκόμα εἶνε ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης, ποὺ «νομίμως» ἁρπάζει ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ.


Καὶ τώρα προχωρῶ καὶ σᾶς λέω κάτι παράξενο. Ἂν ἀκούσετε, ὅτι ἕνας λύκος πάνω ἀπὸ τὸ Βίτσι ἔγινε ἀρνί, θὰ τὸ πιστέψετε; Μπᾶ, θὰ πῆτε, αὐτὸ εἶνε ἀ­δύνατον· «ὁ λύκος μαλλὶ ἀλ­λάζει, γνώμη δὲν ἀλ­λάζει». Νά ὅμως ποὺ ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί! Πῶς ἔγινε αὐτό; ποιός τὸ λέει; Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο το λέει (βλ. Λουκ. 19,1-10).

* * *

Ποιός ἦταν ὁ λύκος; Σύμφωνα μ᾽ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ ὄνομά του «Ζακχαῖος». Τί ἦταν αὐτός; Πλούσιος. Ποῦ βρῆκε τὰ λεφτά; τί ἔκανε, ἔσκαβε, ἔβοσκε γίδια – πρόβατα;

Μπᾶ· ἐκεῖνοι ποὺ σκάβουν τὴ γῆ καὶ ζυμώνουν τὸ χῶμα μὲ τὸν ἱδρῶτα τους ἢ βόσκουν πρόβατα, δὲν γίνονται πλούσι­οι κι᾽ ἑκατομμυριοῦχοι· εἶνε φτωχαδάκια εὐλογημένα. Αὐτὸς ἐδῶ πῶς ἔγινε πλούσι­ος; Τὸ ἀ­κούσαμε. Βλέπεις τὸ Εὐαγγέ­λιο; Δὲν ἦταν ἀ­νάγκη νὰ ἔρθουν οἱ Μαρξισταὶ καὶ Κομμουνι­σταὶ νὰ μᾶς τὰ ποῦν· μᾶς τά ᾽πε ὁ Χριστὸς ὅ­λα.

Ὅποιος ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε πλήρης.
Ὁ Ζακχαῖος ἦταν κλέφτης, τὰ πλούτη τὰ ἔ­κανε κλέβοντας. Δηλαδή; Ἦταν δημόσι­ος ὑ­πάλληλος, εἰσπράκτορας διωρισμένος ἀ­πὸ τὸ κράτος. Καί, ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἔπρεπε νὰ πλη­ρώσῃ στὸ κράτος π.χ. 100 δραχμές, αὐ­τὸς εἰσ­έπραττε ἀπ᾽ αὐτὸν 200· τὶς 100 τὶς ἔ­δινε στὸ δημόσιο καὶ τὶς 100 τὶς ἔβαζε στὴν τσέπη του.

Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόγραμμά του· ἔτσι ἔ­φτια­ξε τεράστια περιουσία. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ζακχαῖος· λύκος πρα­γματικὸς

μέσ᾽ στὴν κοινωνία.
–Ἆραγε όμως αὐτός, ποὺ ἔγινε πλούσιος μὲ τέτοιο τρόπο, ἦ­ταν εὐτυχισμένος;

 

++++++++++++++++++++


Ἐμένα ῥωτᾶτε; ῾Ρωτῆστε ἕναν ἄλλο πλού­σιο, ῥωτῆστε ἂς ποῦμε τὸν Ὠνάση, ποὺ θεωρεῖ­ται ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους στὸν κόσμο. Εἶ­νε λοιπὸν εὐτυχισμένος; Δὲν χαιρόμαστε, λυπόμαστε γιὰ τὴ θλῖψι του. Εἶχε ἕνα μοναχο­γυιό. Ποιός; Αὐτός, ποὺ μὲ τὰ χρήματά του μποροῦ­­σε νὰ ἔ­χῃ πολλὰ παιδιά. Αὐ­τὴ ὅμως εἶνε ἡ καταραμένη μόδα. Ἀλλὰ ἕνας γυιὸς ἴ­σον κανένας. Ἔκανε ἕνα γυιό, μὰ τὸν πῆρε ὁ Θεός. Πάνω στὴ θλῖψι του, θὰ ἔδινε ὅλα τὰ πλούτη του ἂν βρισκόταν τρόπος νὰ γίνῃ καλά, νὰ σωθῇ καὶ νὰ ζήσῃ τὸ παιδί του.
Βλέπετε ποιός πραγματικά εἶνε πλούσιος;

Ἐσὺ μάνα, ποὺ ἔχεις ἕνα κοριτσάκι, εἶσαι πλούσια. Ἐσὺ πατέρα, ποὺ ἔχεις ἕνα ἀγοράκι, εἶσαι πλούσι­ος. Ἐσὺ σύζυγε, ποὺ ἔχεις μιὰ καλὴ γυναῖκα, νά ὁ πλοῦτος σου, καὶ μὴ ζηλεύεις τὰ μάρκα καὶ τὰ δολλάρια. Ἄντε τώρα, ἅμα πεθά­­νῃ τὸ παιδάκι σου ἢ ἡ γυναίκα σου, βράσε τὰ δολλά­ρια καὶ κά᾽ν τα ζουμὶ νὰ τὸ πιῇς. Φαρμάκι εἶνε.
Δὲν ἦταν εὐτυχισμένος ὁ Ζακχαῖος.

Ὅταν περνοῦσε στὸ δρόμο, τὸν φασκέλωναν βρίζοντας· Τὸν κλέφτη, τὸν λωποδύτη, τὸν ἀπατε­ῶνα, τὸν κακοῦργο!… Δὲν εἶχε καμμιά ὑπόληψι, καμμία ἐκτίμησι, καμμία χαρά.
Καὶ τώρα αὐτός, ἐκεῖ ποὺ ἦταν καὶ μετροῦ­σε τὶς λίρες, ἀκούει – τί; Χιλιάδες λαὸς φωνά­ζουν· Ζήτω, ζήτω!… Φωνάζουν καὶ σκορπᾶνε λου­λού­δια.

Μὰ ποιός ἦρθε στὴν Ἰεριχώ; περί­εργο πρᾶγμα, τέτοια ὑποδοχὴ δὲν ξανάγινε. Ἄ­φησαν τὰ παιδιὰ τὰ μαθήματα, οἱ γυναῖκες τοὺς ἀργαλειούς, οἱ γεωργοὶ τ᾽ ἀλέτρια· καὶ ὅ­λοι, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ὑποχρεώνῃ, βγῆ­καν στὸ δρόμο νὰ ὑποδεχτοῦν – ποιόν; Καν­ένα βασιλιᾶ; Ὤ, αὐτός εἶνε ὁ Βασιλιᾶς – σκῦψ­τε νὰ τὸν προσκυνήσετε· εἶνε ὁ βασιλεὺς Χριστός! Αὐτὸς διέσχιζε τὴν Ἰεριχώ.
῾Ρωτάει ὁ Ζακχαῖος·

–Ποιός εἶνε αυτός;

–Ὁ Χριστός, τοῦ λένε.

–Καὶ τί μπορεί να εἶνε αὐτός, ἕνας φτω­χὸς ποὺ δραχμή δὲν ἔχει πάνω του;

–Κι ὅ­μως αὐτός για­τρεύει τὸν κόσμο!…

Τοῦ γεννή­θηκε λοιπὸν περι­έρ­γεια, θέλει νὰ τὸν δῇ ποιός εἶνε. Ἐπειδὴ ὅμως εἶνε κοντὸς τρέχει πιὸ μπροστά, σκαρφαλώνει σὰν τὸ γατὶ σ᾽ ἕνα δέντρο, κι ἀ­πὸ ᾽κεῖ περιμένει νὰ τὸν δῇ. Φτάνοντας ἐκεῖ ὁ Χριστὸς σηκώνει τὰ μάτια, τὸν βλέπει ( κρυμμένο μέσα στις φυλωσιές πάνω στο δένδρο ) καὶ τοῦ φωνάζει·

---«Ζακχαῖε…». Τά ᾽χασε αὐτός.

-–Ποῦ μὲ ξέρει; σκέπτεται.

-–Σὲ γνωρίζει ὁ Χριστός! (ἀκούει μέσα του μιὰ φωνή), ἐ­κεῖνος ὅλα τὰ γνωρίζει.

--- «Ζακχαῖε», τοῦ λέει, κατέβα γρήγο­ρα κάτω· σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου.

-–Στὸ σπίτι μου; συλλογίζεται, σ᾽ ἐ­μένα τὸν κλέ­φτη, τὸν ἁμαρτωλό; μὰ δὲν εἶ­μαι ἄξιος γι᾽ αὐτό (να, ἡ συναίσθησι της αμαρτωλότητος ). Καὶ φτάνουν μαζὶ στὸ σπίτι του.
Ὅλοι οί άλλοι ὅμως σκέπτονται μέσα τους·

«Μπᾶ, σπίτι ποὺ διάλεξε νὰ πάῃ! Δὲν ἔχουμε ἐδῶ πα­πᾶδες καὶ τόσους ἄλλους; στὸ λωποδύτη, στὸν κλέφτη, στὸν ἀπατεῶνα ἦρθε;…»

Τότε ὁ Ζακχαῖος, μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ μετρώντας τὰ λόγια του, λέει στὸν Ἰησοῦ· –-Κύριέ μου, σ᾽ εὐ­χαριστῶ· ἤμουν στὸ σκοτάδι καὶ τώρα βλέπω φῶς. Τὰ λεφτὰ λάτρευα, τίποτ᾽ ἄλλο στὸν κόσμο. Ἀλλὰ νά τώρα· τὰ μισὰ ἀπὸ τὴν περιουσία μου τὰ μοιράζω στοὺς φτωχούς. Καὶ ὅ­ποιον ἀδίκησα σὲ κάτι, ἀπ᾽ ὅσα τοῦ ἔκλεψα τοῦ ἐπιστρέφω τετραπλάσια· Ένα 1 ἔκλεψα, 4 θὰ δώσω· 100 φράγκα ἔκλεψα, 400 θὰ ἐπιστρέψω (νά ἡ ἔμπρακτη μετάνοια). Καὶ τότε ὁ Χριστός, ὅταν ὅλοι εἶδαν τὴν ἀλ­λαγή, εἶπε·

–Σήμερα στὸ σπίτι ἐτοῦτο ἔγινε σωτηρία, σώθηκε ἀληθινὰ τὸ σπίτι αὐτό (Λουκ. 19,9).

* * *

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο. Σᾶς τά ᾽πα ἁπλᾶ. Νά λοιπὸν ἕνας λύκος ποὺ ἔγινε ἀρνί. Ποιός τὸν ἄλλαξε; Ὁ Χριστός. Ἀλλὰ σήμερα τὰ ἴδια λέει καὶ σ᾽ ἐμᾶς· τὴν ἴδια ἀπόφασι πρέπει νὰ πάρουμε κ᾽ ἐμεῖς.
Ποιός ὅμως τὰ κάνει αὐτά; βρέθηκε κανένας πλούσιος νὰ πῇ, Δίνω τὰ μισὰ ἀπ᾽ ὅσα ἔ­χω γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη κι᾽ εἶνε ἀβοήθητοι; Οὔτε ἕνας. Γιὰ γλέντια, διασκεδά­σεις, χαρτοπαίγνια; σπαταλοῦν ἑκατομμύρια. Νά γιατί ὁ κόσμος «πάει κατὰ διαόλου».

Ἂν ἀ­νοίγαμε τ᾽ αὐτιά μας κι ἀκούγαμε τὸ Εὐαγγέλιο!… Δεξιοὶ – ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦροι καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων, Κινέζοι καὶ Γιαπωνέζοι, ῾Ρῶσοι καὶ Ἀ­μερικᾶνοι, ὅλοι τὸ Εὐαγγέλιο ἔχουμε ἀνάγ­κη· τὰ ἄλλα εἶνε χάπια ποὺ δὲν θεραπεύουν. Ἕνα εἶνε τὸ φάρμακο – πιστέ­ψτε το, τὸ Εὐ­αγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας.

–-Μὰ ἐμᾶς, θὰ πῆτε, τί μᾶς ἀνακατεύεις μὲ ἑκατομμυριούχους; ἐμεῖς εἴμαστε φτωχοί.
--- Εἶστε όμως εὐλογημένοι ! Ὅπου πέσουν λε­φτά, ὁ ἄνθρωπος χαλάει. Τὸ χρῆ­μα εἶνε διάβολος. Εἶ­νε ἄλογο ποὺ δύσ­κολα τὸ κυ­βερνᾷς· τὸ γαϊδου­ράκι πειθαρχεῖ, τὸ ἀ­τί­θασο ἄ­λογο σὲ ῥίχνει κάτω, τσακίζεις τὰ πλευρά σου. Εἶνε ἁ­μάξι ποὺ τρέχει καὶ χάνεις τὸν ἔλεγχό του.

Ἐσεῖς τὰ φτωχαδάκια, μιμηθῆτε τοὺς πρώτους Χριστιανούς· τὰ χέρια σας μακριά ἀπὸ κλεψιά. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Ἔ­χεις 100 πρόβατα· θέλεις νὰ μὴ σοῦ μείνῃ οὔ­τε ἕνα; κλέψε 1 ξένο, βάλ᾽ το ἀνάμεσά τους, καὶ θὰ τὰ χάσῃς ὅλα (βλ. ἡμέτ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, διδ. Δ΄, σσ. 166-7).

Φωτιὰ εἶνε στὸ σπίτι τὸ ξένο πρᾶγμα. Μακριά ἀπ᾽ αὐτό· οὔτε βελόνα! Νὰ κοπιάζῃς μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, καὶ τότε τὸ ψωμάκι ποὺ τρῶς εἶ­νε εὐλογημένο· κόψε ἕνα κομμάτι ἀπ᾽ αὐτό, δῶσε καὶ στὸ φτωχό, νὰ πᾷς στὸν Παράδεισο.

Σᾶς ἐξήγησα· μαντρὶ ἡ Ἐκκλησία, πρόβατα ἐμεῖς, λύκοι οἱ ἄν­θρωποι τοῦ κακοῦ, τσοπᾶ­νος ὁ Χριστός μας. Ἔρχονται χρόνια ἄ­σχημα. Θ᾽ ἀδειάσῃ ἡ ἐκκλησία, πολλοὶ θὰ πᾶ­νε στὰ διάφορα συστήματα. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος, θά ᾽ρθουν «ψευδοπροφῆται» (Ματθ. 24,11).

«Ὅσοι πιστοί» λοιπόν, κοντὰ στὸ Χριστό! Μόνο αὐτὸς παίρνει λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί, παίρνει κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἅγια Ἐκκλησία μας νὰ μείνουμε ἀφωσιωμένοι. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν πάντων τῶν Αγίων νὰ εἶνε μαζί μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος