NEOKOROS1

 

" Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω..."

Και  μπορεί μέν η Αγία Γραφή να μίλησε για 4 βασικές κατηγορίες ανθρώπων

( νόμιμου γάμου -- ανθρώπων πού εγκαταλείπουν τα πάντα από αγάπη για τόν Θεό -- ανθρώπων οι οποίοι εγεννήθησαν έτσι εκ κοιλίας μητρός – και 4ον  ανθρώπων οι οποίοι ευνουχίσθησαν από εχθρούς ).

Δεν απέκλεισε όμως και κάποιους άλλους ανθρώπους πού χωρίς να είναι ψυχικά άρρωστοι, εν τούτοις να βρίσκονται σε μία «ουδέτερη» συναισθηματική ζώνη μη έχοντας  διάθεση για το άλλο φύλο και χωρίς αυτό να τους χρεώνεται και ως ομοφυλοφιλία. Είναι «συναισθηματικά και ερωτικά ψυχροί και ουδέτεροι», δεν κάνουν για οικογένεια, δεν κάνουν για γάμο ούτε καί γιά μοναχοί, δεν είναι ανώμαλοι οι άνθρωποι απλούστατα δεν έχουν έλξη για κανένα φύλο και  μπορεί να εργαστούν για τον Θεό από πλάγιους δρόμους και αυτό, νομίζουμε ότι αρκεί…) ( Περισσότερα στό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. 19,10 )

 





«Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ ἐκχέων τὴν χάριν αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ…».

Ο παπα Γρηγόρης, ένας Κρητικός με λεβέντικη κορμοστασιά και ψυχή μικρού παιδιού, τόνισε μια-μια τις λέξεις, σαν να τις πρόφερε για πρώτη φορά κι ύστερα με αργές κινήσεις πήρε το πετραχήλι από την ανοιχτή μαύρη τσάντα του και το φόρεσε. Ο ήλιος έπαιζε κρυφτό με τα χρωματιστά τζάμια του ιερού κι έδινε στην ατμόσφαιρα μια απόκοσμη χροιά.

Ο Παναγιώτης -όπως πάντα- ήταν στην αριστερή πλευρά του ιερού. Χρόνια τώρα ήταν το δεξί χέρι του παπα Γρηγόρη. Αχάραγα ήταν πάντα στο ναό τις Κυριακές. Έμπαινε με ευλάβεια στο ιερό και ξεκινούσε τις ετοιμασίες. Να ξεχωρίσει ποιο πρόσφορο ήταν για τον Αμνό και ποια για τα αντίδωρα, να βάλει τα χαρτάκια με τα ονόματα στην αγία Πρόθεση, να έχει τα καρβουνάκια και το λιβάνι έτοιμα, να ετοιμάσει τις στολές για τα παπαδάκια … Κι αν τύχει και καμιά φορά τα «πλάκωνε το πάπλωμα», γινόταν εκείνος παπαδάκι. Εκείνη την ώρα έβαζε στην άκρη  τον προϊστάμενο της Τράπεζας και υπηρετούσε με απλότητα και ταπείνωση το ναό.

Την αγαπούσε την Αγία Βαρβάρα κι ας ήταν μια σταλίτσα ναός. Όντας παρεκκλήσιο του μεγάλου ναού του Αη Γιώργη, μπορεί να μην είχε τη μεγαλοπρέπεια εκείνου, μα είχε τη χάρη του. Ο παπα Γρηγόρης λειτουργούσε πάντα εδώ και μόνο σαν τύχαινε ο παπα Γιάννης, ο προϊστάμενος, να πάει κάπου που τον έστελνε ο Δεσπότης, τότε μόνο ο παπα Γρηγόρης λειτουργούσε στο μεγάλο ναό.

Σπάνια ο Παναγιώτης έκανε και χρέη ψάλτη, όταν ο μοναδικός ψάλτης του ναού είχε κάποια υποχρέωση και έλειπε. Μα κι από το ιερό που βρισκόταν συχνά, σιγομουρμούριζε τα τροπάρια του Εσπερινού ή του Όρθρου.

«Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον Σου Δέσποτα …» είπε ευλαβικά ο παπα Γρηγόρης και τότε ο Παναγιώτης ένιωσε πως ο εσπερινός ήταν στο τέλος του. Σαν να τέλειωσε γρήγορα η ακολουθία, σκέφτηκε. Με το «Δι’ εὐχῶν» κοίταξε με μια γρήγορη ματιά τα παράθυρα, βεβαιώθηκε ότι το κλιματιστικό ήταν κλειστό, έκανε ευλαβικά το σταυρό του και κατευθύνθηκε προς τη βορεινή πόρτα του ιερού.

«Παναγιώτη, βιάζεσαι;»

«Όχι, παππούλη μου. Θες κάτι;» αποκρίθηκε.

«Κάτι σε ήθελα ευλογημένε… Περίμενέ με στο γραφείο κι έρχομαι»...

 

++++++++++++++++++++++

 

Το «γραφείο» ήταν ένας χώρος δίπλα στον καυστήρα του καλοριφέρ, γεμάτος από ένα σωρό παράταιρα πράγματα: μια κολυμβήθρα στη μια άκρη καλυμμένη με ένα γαλάζιο τούλι, απομεινάρι από κάποια βάπτιση, ο Επιτάφιος στη γωνία, ένας κουβάς και μια σφουγγαρίστρα σκεπασμένα επιμελώς με ένα ύφασμα που κάποτε ήταν κουρτίνα, ένα απορρυπαντικό πιάτων ακουμπισμένο στη βάση της κολυμβήθρας («απομακρύνει τα λάδια στη στιγμή» όπως λέει η διαφήμιση) κι ένα γραφείο με δυο καρέκλες ακριβώς δίπλα στην πόρτα.

Σ’ αυτό το γραφείο είχαν ακουμπήσει αμέτρητες φορές «τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» … Μπορεί να μην είχανε τελειωμό, όπως έγραψε ο κυρ Αλέξανδρος(1),  μα σε τούτο το λιτό γραφειάκι λιγόστευαν κι η κάθε ψυχούλα που ακουμπούσε στο πετραχήλι του ιερέα, έφευγε με ελπίδα και τη βεβαιότητα πως θα τα οικονομήσει ο Μεγαλοδύναμος όλα.

«Λοιπόν, πάτερ, τι με θες;»

Ο παπα Γρηγόρης κοίταξε τον Επιτάφιο, ύστερα πλανήθηκε το βλέμμα του στο χώρο, ανήμπορο να πιαστεί κάπου για ν’ αποφύγει το δισταγμό της στιγμής, την αμηχανία της γλώσσας. Πέρασαν έτσι πέντε-έξι δευτερόλεπτα όταν τ’ αποφάσισε να κάνει αρχή:

«Παιδάκι μου, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ και σ’ αγαπώ. Το ξέρεις πως άλλον πιο πάνω από σένα δεν έχω άξιο για βοηθό μου»

Ο Παναγιώτης τον κοίταξε ερευνητικά, μα δε μίλησε.

«Μη με παρεξηγήσεις …» συνέχισε ο παπα Γρηγόρης «Θεόψυχά μου (2) πως ό,τι πούμε να μείνει εδώ μέσα».

Μια έντονη ρυτίδα απορίας διέγραψε το μέτωπο του Παναγιώτη, μα πάλι συγκρατήθηκε και δεν διέκοψε το συνομιλητή του.

«Να βρε παιδάκι μου, χωρίς να θέλω να γίνω αδιάκριτος… Ήθελα να σε ρωτήσω… Έχεις αποφασίσει τι θα κάνεις στη ζωή σου; Θα καλογερέψεις ή θα παντρευτείς;»

Και δίχως να περιμένει απόκριση, συνέχισε:

«Καλά κι ευλογημένα και τα δύο! Μα, δε σε ρωτώ από περιέργεια. Πες μου, όμως πρώτα. Έχεις σκοπό να πας σε μοναστήρι;»

«Όχι» απάντησε γελώντας ο Παναγιώτης.

Γέλασε ικανοποιημένος από την απάντηση κι ο αγαθός λευίτης.

«Τότε αναγκαστικά θα σε ρωτήσω κάτι ακόμα: έχεις κάτι στο μυαλό και στην καρδιά σου; Υπάρχει κάποια κοπέλα;»

«Όχι» έγνεψε ο Παναγιώτης.

«Τότε μου δίνεις το ελεύθερο να σου πω κάτι. Έχω στο νου μου μια κοπέλα που σου ταιριάζει. Σε όλα, ακόμα και στην ηλικία, 35 εσύ, 29 εκείνη. Τηνε ξέρεις… Θαρρώ πως μάντεψες… Έρχεται τον τελευταίο καιρό κι εκκλησιάζεται εδώ… Ναι, ναι! Για την Αγγελικούλα λέω, την κόρη του παπα Γιάννη! Αγγελική ψυχή με αγγελικό πρόσωπο. Δεν ξέρει βέβαια, τίποτα γι’ αυτή μας τη συνάντηση. Ο παπα Γιάννης μ’ έβαλε να σου μιλήσω. Και θαρρώ πως είναι καλύτερα που στο λέω εγώ»

Ο Παναγιώτης, προς μεγάλη έκπληξη του συνομιλητή του, δεν έβγαλε μιλιά. Ούτε καν μορφασμό δεν έκανε.

«Κι επειδή ξέρω πως δεν είναι και τόσο … ξέρεις … ούτε κι εμένα μ’ αρέσουν τα προξενιά … θα το βολέψουμε … να βρεθείτε κάπου τυχαία … μετά θα τα βρείτε οι δυο σας αν ταιριάζετε»

Ο Παναγιώτης συνέχισε να είναι σιωπηλός και με χαμηλωμένα μάτια. Ανήσυχος ο συνομιλητής του προσπαθούσε να βρει μην είπε κάτι και τον πείραξε. Μα δεν έβρισκε τίποτα παράταιρο στα λόγια που μόλις είχε πει. Είχε εξάλλου, από φυσικού του το χάρισμα να μην ανοίγει σφαλιστές πόρτες. Ακόμα κι αν  έβρισκε την πόρτα κάποιας ψυχής ανοιχτή, «χτυπούσε» για να μπει μέσα…

Μήπως που …

«Βάλε πετραχήλι» διέκοψε το συλλογισμό του ο Παναγιώτης.

«Παιδάκι μου, και δίχως να μου το πεις, άχνα δεν θα έβγαζα! Συμφωνήσαμε πως ό,τι πούμε θα μείνει εδώ μέσα»

«Ήμουνα έντεκα χρονών παιδί. Το χνούδι ίσα που φύτρωνε στα παιδικά μαγουλάκια. Η φωνή άλλοτε παιδική κι άλλοτε βραχνή, σαν να πάσχιζε να βρει το δρόμο της. Τότε λοιπόν, που τα αγόρια της ηλικίας μου ανακάλυψαν με ενδιαφέρον πως υπάρχουν στον κόσμο… κορίτσια, τότε εγώ ένιωσα πως είμαι διαφορετικός από τα υπόλοιπα αγόρια… Κανένα κορίτσι δεν με συγκινούσε, όχι γιατί ήμουν ακόμα παιδί, αλλά -αλίμονο!- ήμουν αλλιώτικος …

»Το σπίτι μας ήταν βαθιά θρησκευόμενο. Καταλαβαίνεις, το λοιπόν πώς ένιωσα. Τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου και να ανοίγουν οι πύλες της Κόλασης, έτοιμες να με καταπιούν… Έφριξα, φοβήθηκα, τρόμαξα… Πήγα κατευθείαν στον πνευματικό μου. “Μην το σκέφτεσαι και θα περάσει” μου είπε και βιάστηκε να κλείσει το θέμα.

»Περίμενα λοιπόν, να περάσει. Όπως περνάει ο πονοκέφαλος, η γρίπη, κάποια μόλυνση …  Μα κείνο, όχι μόνο δεν περνούσε, μα προσωποποιήθηκε στη μορφή ενός δασκάλου μου. Όταν το κατάλαβα πήγα να τρελαθώ. Δεν ήθελα να πάω στην Κόλαση! Δεν ήθελα να με καταραστεί ο Θεός!

»Ένα βράδυ άκουσα τυχαία μια ομιλία που είχαν βάλει η μητέρα μου στο μαγνητόφωνο. Ένας -άγνωστος σε μένα- ιεροκήρυκας μιλούσε για τα σημεία των καιρών και κάποια στιγμή αναφέρθηκε στους κίναιδους (πρώτη φορά άκουγα αυτή τη λέξη) με οργή και αποτροπιασμό. Εκείνη την ώρα νόμισα πραγματικά πως θα πέθαινα. Κι ευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να πεθάνω. Αμέσως ωστόσο, πήρα πίσω την ευχή μου, αφού δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Θα πήγαινα στην Κόλαση ούτως ή άλλως, είτε πέθαινα στα 13 είτε στα 93.

»Σε κατάσταση πανικού πήγα στον πνευματικό μου και με λυγμούς του είπα πως δεν θέλω να είμαι αυτό που είμαι και πως δεν θέλω να πάω στην Κόλαση. Γέλασε. “Στο χέρι σου είναι να φύγει” μου είπε με βεβαιότητα.

»Παπα Γρηγόρη, αλήθεια σου λέω, ήταν η πρώτη φορά που αμφισβήτησα τον πνευματικό μου. Γιατί ήθελα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να μην νιώθω έτσι. Μα δεν ήξερα πώς! Αισθανόμουν όπως νιώθει αυτός που έχει μιαν αρρώστια μέσα στο αίμα του. Δεν γίνεται να αδειάσει το αίμα του για να φύγει το κακό!

»Του ζήτησα την ευχή του και πήγα σε άλλο πνευματικό. Και μετά σε άλλον κι ύστερα σε κάποιον τρίτο. Λίγο πολύ όλοι μου είπαν τα ίδια. Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι. Η απογοήτευση είναι άσχημος σύμβουλος στην εφηβεία. Μπορεί να σε ρίξει σε αχαρτογράφητα νερά και να πνιγείς προτού καταλάβεις πού πατάς και πού πηγαίνεις. Ένιωθα σαν κάποιος να με υποχρέωσε αμέσως μετά το Νηπιαγωγείο να φοιτήσω κατευθείαν στο μεταπτυχιακό. Δίχως ενδιάμεσες τάξεις. Από την πρόσθεση μονοψήφιων αριθμών έπρεπε να πάω ξαφνικά στις διαφορικές εξισώσεις. Πώς όμως; Με ποιον τρόπο οι εφηβικοί μου ώμοι θα σήκωναν τόσο βαρύ φορτίο;

»Δεν τολμούσα να πω σε κανέναν φίλο μου τίποτα. Αυτά τα πράγματα τα περνάς ολομόναχος. Και λιώνεις σαν το κερί από την πίεση και το βάρος.

»Ένα καλοκαίρι στην Κατασκήνωση που πήγαινα τα καλοκαίρια, ήρθε ένας πνευματικός που τον έβλεπα για πρώτη φορά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα μάτια του που ξεχείλιζαν αγάπη και καλοσύνη, σε προδιέθεταν να ανοίξεις διάπλατα την καρδιά σου. “Παιδί μου, για μένα δεν είσαι ομοφυλόφιλος, είσαι απλά ο Παναγιώτης. Έτσι σε ξέρει ο Θεός, που σταυρώθηκε για σένα και σε θέλει αιώνια κοντά Του”. Μου ’πε κι άλλα που απάλυναν τον πόνο μου και μείωσαν τον τρόμο της Κόλασης.

»Βέβαια, δεν είναι κουμπί να το πατήσεις και μονομιάς να φωτιστεί το δωμάτιο της ψυχής σου. Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως δεν ήθελα να αμαρτήσω. Κι όμως! Ένιωθα πως αυτό που ήμουν ήταν βαριά αμαρτία. Ώρες-ώρες με έπαιρνε τόσο από κάτω που ευχόμουν να μην είχα γεννηθεί…

»Βάλθηκα να διαβάζω βιβλία Ιατρικής και Ψυχολογίας μην τύχει και ξεδιαλύνω το μυστήριο: Γιατί σε μένα; Ποιος έκανε το λάθος και τι λάθος έκανε; Ήταν οι ορμόνες; Ήταν η παιδαγωγική της μάνας μου; Ήταν η απουσία του ανδρικού προτύπου στα κρίσιμα παιδικά χρόνια; Βλέπεις στο σπίτι μας ο μόνος άντρας ήμουν εγώ ανάμεσα σε τέσσερα κορίτσια. Ο πατέρας μου ήταν φευγάτος από τότε που είδε το φως το στερνοπούλι μας, η Αννιώ.  Όποια κι αν ήταν η αιτία, δεν έβλεπα πουθενά φταίξιμο δικό μου… Εγώ δεν ήθελα να είμαι αυτό που είμαι! Κι όμως υπέφερα…

»Στο δεύτερο καλοκαίρι της φοιτητικής μου ζωής πήγα με μια παρέα στο Άγιο Όρος. “Δεν πάμε και στο κελί του Γέροντα;” είπε αυθόρμητα κάποιος. Και τότε, σαν να άνοιξε ο Ουρανός και χίλιες αχτίδες φώτισαν την ψυχή μου. Τότε θυμήθηκα πως ο Γέροντας είχε φήμη διορατικού. Μια τρελή επιθυμία γεννήθηκε μέσα μου. Αν λοιπόν, διαβάζει τα μύχια της ψυχής, αν σκανάρει τον συνομιλητή του καλύτερα κι από την πιο λεπτομερή μαγνητική τομογραφία, γιατί να μην πάω να μου πει την αλήθεια;

»Την επόμενη κι όλας μέρα, νωρίς το πρωί βρεθήκαμε με άλλους προσκυνητές στην αυλή του Γέροντα. Κάτσαμε κάμποση ώρα, μα ούτε χάρισμα διορατικό είδα ούτε συζήτηση ιδιαίτερη με κανέναν έκανε. Μας κέρασε λουκούμι και νερό κι ύστερα από λίγο σηκωθήκαμε να φύγουμε. Η απογοήτευσή μου ήταν στο ζενίθ. Η παρέα μου προχωρούσε στην έξοδο.

Εγώ με βαρύ περπάτημα και ακόμα πιο βαριά καρδιά ακολουθούσα από απόσταση όταν … “Παναγιώτη!” είπε ο Γέροντας. Με φώναξε με το όνομά μου χωρίς να του το πει κανένας! σκέφτηκα κι η έκπληξή μου έγινε χαρά. “Έλα εδώ” μου έγνεψε. Με ορθάνοιχτα τα μάτια πήγα κοντά του, ανήμπορος να ψελλίσω κάτι. Χωρίς πρόλογο και εισαγωγές μου ’πε μονάχα δυο φράσεις που δεν θα ξεχάσω ποτέ: “Ούτε η μάνα σου φταίει ούτε κανείς άλλος. Έτσι γεννήθηκες. Κάνε τον αγώνα σου κι άσε στον Χριστό μας τα υπόλοιπα. Εκείνος σε θέλει κοντά Του, αρκεί να το θέλεις κι εσύ”.

Δεν θυμάμαι αν του είπα “ναι, το θέλω πολύ!” ούτε αν του φίλησα το χέρι. Ούτε αν τον χαιρέτησα. Θυμάμαι πως κάποια στιγμή κάποιος από την παρέα με σκούντηξε λέγοντας στους άλλους: “Ρε, τι έπαθε αυτός εδώ;” “Κάτι του είπε ο Γέροντας” είπε ένας άλλος, αλλά κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει τι.   

»Από τότε σιγά-σιγά με τη βοήθεια του πνευματικού που είχα γνωρίσει σε εκείνην την Κατασκήνωση, σταμάτησα να σκέφτομαι την Κόλαση. Άρχισα να το παίρνω απόφαση. Πως δεν θα έκανα ποτέ μου οικογένεια -και τι δεν θα έδινα να έχω ένα δικό μου παιδί!-, πως θα σήκωνα το σταυρό μου. 

»Το επόμενο και το μεθεπόμενο, όπως και κάθε καλοκαίρι, εγώ πήγαινα στο Άγιο Όρος για να δω έστω και για ένα λεπτό το Γέροντα. “Καλώς τον Παναγιωτάκη!” μου ’πε την επόμενη χρονιά. Από τότε έτσι με έλεγε πάντα. Κι εγώ αισθανόμουν σαν το μικρό πουλάκι που το ’χε ρίξει κάποιο κακό χέρι από τη φωλιά του και βρήκε ένα απάγκιο λιμάνι. “Χαίρεται ο Ουρανός με τον αγώνα σου. Και βοηθάει ο Χριστός μας.

Μόνο λίγο φιλότιμο θέλει από μας. Όλα τα άλλα τα κανονίζει Εκείνος” ήταν τα λόγια του την τελευταία φορά που τον είδα. Τώρα από τον Ουρανό πρεσβεύει για μένα».

Τα τελευταία λόγια πνίγηκαν στα δάκρυά του. Μα και του παπα Γρηγόρη τα μάγουλα αυλάκωναν μικρά μαργαριταράκια σ’ όλα τα χρώματα της ίριδας που έρεαν και χάνονταν στα πυκνά γένια του.

«Πώς και δεν σκέφτηκες να πας σε μοναστήρι;»

«Παπα Γρηγόρη, το σκέφτηκα προς στιγμήν, μα γρήγορα άλλαξα γνώμη. Ο διάβολος έχει σχέδια δοκιμασμένα από αιώνες. Κι αν εκεί, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, με πολεμούσε πιο πολύ, τι θα έκανα; Προτίμησα να κάτσω στον κόσμο και να σηκώνω το σταυρό μου, παρά να σκανδαλιστώ και να σκανδαλίσω…»

Ο Παναγιώτης σώπασε. Ο παπα Γρηγόρης απόμεινε σκεφτικός να κοιτάζει μια το πάτωμα και μια το γραφείο.

«Γιε μου, αυτό είναι μαρτύριο» ψέλλισε.

«Είναι» τον διαβεβαίωσε ο Παναγιώτης. «Όχι γιατί μόνο ο τάφος θα το λύσει οριστικά -αυτό πια το πήρα απόφαση. Μα γιατί, έρχονται ώρες που τα χτυπήματα είναι απανωτά. Από πνευματικούς ανθρώπους σχεδόν πάντα. Γι’ αυτό και πονάνε πολύ, σαν την αλμύρα στην πληγή. Είναι πολλοί που με βεβαιότητα αποφαίνονται για την κρίση του Θεού και με βδελυγμία αναφέρονται σε μας, τους Χριστιανούς ομοφυλόφιλους, εμάς που παλεύουμε με νύχια και με δόντια για να ξεφύγουμε από τις παγίδες του πονηρού. Κάποτε μου ’πε ένας φωτισμένος Δεσπότης σε μια κουβέντα μας: “αν ξέραμε τι αγώνα κάνουν κάποιοι άνθρωποι, θα μιλάγαμε λιγότερο και με μικρότερη σιγουριά”.

»Άλλοι πάλι θέλουν να με κάνουν ευτυχισμένο. Και ρωτάνε με ειλικρινή διάθεση, αλλά με απίστευτη επιμονή γιατί δεν παντρεύτηκα. Αν ήξεραν!»  

«Γιε μου, στην πατρίδα μου λένε κάτι:

Μην αρωτήξεις κανενός
γιατί δεν επαντρεύτη
γιατί δεν έκαμε παιδιά
και δε νοικοκυρεύτη.
Στρίβεις μαχαίρι στην πληγή
και αναχουχουρδεύεις(3)
γίνεται ο πόνος του βαρύς
και τονε ξετελεύεις(4)

Σχώρα με παιδάκι μου! Εγώ που τα λέω στους ενορίτες μου, εγώ έκανα πρώτος την κατσουκανιά(5)»

«Δεν πειράζει παππούλη μου, δεν με πίκρανες. Μόνο μια χάρη θέλω να σου ζητήσω και ξέρω πως δεν θα μου χαλάσεις το χατίρι. Ξέρω πως κάθε Κυριακή και σχόλη με μνημονεύεις στα δίπτυχά σου».

«Και βέβαια!» τόνισε ο παπα Γρηγόρης.

«Μνημόνευε, σε παρακαλώ, μαζί κι όλες τις ψυχές που αγωνίζονται σαν κι εμένα με το θεριό που ’χουν μέσα τους. Να ’χουν το έλεος του Θεού! Και να δώσει ο Παντοδύναμος οι αγώνες που κάνουν χρόνια τώρα με ιδρώτα και αίμα, να μην γίνουν σε μια στιγμή αδυναμίας μια μπουκιά για το διάβολο».

«Ναι, παιδάκι μου! Ναι, Παναγιωτάκη μου!» είπε συγκινημένος ο αγαθός λευίτης. «Κι εσύ να ’χεις την ευχή του άγιου Γέροντα και να πρεσβεύει για σένα από ψηλά».

Βοήθιος

 

UP

 

 

1. Αλ. Παπαδιαμάντη, Το μοιρολόγι της φώκιας
2. Θεόψυχά μου: Έκφραση προς επιβεβαίωση της αλήθειας
3. Αναχουχουρδεύεις: ανακινείς
4. Ξετελεύεις: αποτελειώνεις
5 Κατσουκανιά: αταξία